Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος, με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη. Η γυναίκα του μια μέρα αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί,για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα. Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν αρκετά όμορφες στην όψη, μα άσχημες στην καρδιά.
Δε πέρασε πολύς καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε την κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες.Μόλις έφυγε ο πατέρας της, η μητριά, που ζήλευε την κοπέλα, γιατί ήταν όμορφη και καλόκαρδη, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, σαν να ήταν υπηρέτρια! Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες του τζακιού δίπλα στο οποίο ξάπλωνε την νύχτα για να μπορεί να ζεσταίνεται, τη φώναζαν Σταχτοπούτα.
Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του, τον πρίγκιπα. Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας, άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για τον χορό. Η μητέρα τους σκεφτόταν περήφανη:
«Σίγουρα μια από τις δύο κόρες μου θα γίνει πριγκίπισσα!».
Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:
«Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..»
Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για τον χορό, ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα.
«Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στον χορό του πρίγκιπα!»
Ξαφνικά εκεί που έκλαιγε είδε ένα παράξενο φως. Μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα, με φόρεμα που άστραφτε.
«Σταχτοπούτα, είμαι η νονά σου. Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στον χορό!».
Βγήκαν μαζί στον κήπο και η νονά της, άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα, που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα! Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα. Η Σταχτοπούτα δεν πίστευε στα μάτια της! Τέλος, άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη, κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια!
«Και τώρα είσαι έτοιμη για τον χορό!» είπε πολύ χαρούμενη η καλοκάγαθη νεράιδα. «Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα, γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!»
Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στον χορό, ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε, αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν απο τα μεσάνυχτα... Όταν μπήκε στο παλάτι... όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της! Αναρωτιόνταν ποιά ήταν η όμορφη νέα και απο πού είχε έρθει. Αφού ακόμα και η μητριά και οι κόρες της, δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους! Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί! Όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της. Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα, το ίδιο κι αυτός. Χόρευαν ευτυχισμένοι όταν το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα άρχισε να τρέχει για να φύγει, πριν λυθούν τα μάγια.
«Στάσου!» φώναζε ο πρίγκιπας. Μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της, που είχε πέσει στις σκάλες.
Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα του σπιτιού της, πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της. Ήταν μες στην ζήλια όλες τους. Και όταν τις ρώτησε τι συνέβει και ποια διάλεξε ο πρίγκιπας, εκείνες είπαν νευριασμένες ότι ο πρίγκιπας χόρευε όλο το βράδυ με μία ξένη που τον μάγεψε με την ομορφιά της. Η καρδιά της Σταχτοπούτας χτύπησε δυνατά μόλις άκουσε αυτά τα λόγια και κοιμήθηκε ευτυχισμένη.
Την επόμενη μέρα, ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ’ όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα, που στο πόδι της ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι. Με τα πολλά, ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Οι αδερφές της δοκίμαζαν με πείσμα το γοβάκι, αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει, άλλα η μητριά της δεν την άφησε.
«Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Σταχτοπούτα… δε βλέπεις πως είσαι μέσα στις στάχτες και στα κουρέλια;» Της είπε με ειρωνεία θυμωμένα. «Εσένα η δουλειά σου είναι στη κουζίνα» συνέχισε με κακία.
Ο αυλικός όμως, είχε σαφείς εντολές από τον πρίγκιπα. Αγνόησε φυσικά τη κακιά μητριά και κάλεσε τη Σταχτοπούτα να δοκιμάσει και αυτή το γοβάκι. Όταν είδαν πως της έκανε, η μητριά και οι κόρες της, πρασίνισαν από το κακό τους! Ο αυλικός, χαρούμενος για την επιτυχία του, πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε!
Οι δύο αδερφές και η μητριά της, έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές. Όσο για τη Σταχτοπούτα... παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι, μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους απ’ το ταξίδι του.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!
Μπορείτε να κατεβάσετε το παραμύθι σε μορφή PDF από εδώ.
Ευχαριστούμε τις παρακάτω πηγές για την εικονογράφηση: