Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που το λέγανε Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί φορούσε πάντα μια πανέμορφη κατακόκκινη σκούφια.
Μια μέρα, η μαμά της τη φώναξε, της έδωσε ένα καλαθάκι και της είπε:
"Κοκκινοσκουφίτσα παιδί μου, πάρε αυτό το καλαθάκι, που έχει μέσα φαγάκι, ψωμάκι, τυράκι και βουτυράκι και πήγαινέ το στη γιαγιά σου, που μένει πέρα από το μεγάλο δάσος και είναι λίγο άρρωστη. Πρόσεξε όμως πολύ, να μη χωθείς πολύ βαθιά στο δάσος, γιατί εκεί ζει ο κακός λύκος και αν σε βρει μονάχη σου, θα σε φάει!".
"Ναι μαμά, στο υπόσχομαι ότι θα προσέχω!" της απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα και μια και δυο, ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς της.
Στο δρόμο όμως, υπήρχαν τόοοοσα πολλά όμορφα λουλούδια και σκιερά δέντρα και πεταλούδες που πετούσαν τριγύρω, που ξέχασε τις συμβουλές της μαμάς της και μαζεύοντας λουλούδια και τραγουδώντας, άρχισε να απομακρύνεται από το δρόμο της και να μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο δάσος.
Κι έτσι, την είδε ο κακός λύκος.
"Κοκκινοσκουφίτσα, για πού το' βαλες;" τη ρωτάει με μια ψεύτικη γλυκιά φωνή.
"Πάω στη γιαγιά μου που μένει στο σπιτάκι πέρα από το δάσος" του απάντησε εκείνη.
"Χμ...", σκέφτηκε τότε ο λύκος, "ευκαιρία να πάω πρώτος εγώ στο σπίτι της γιαγιάς και να την φάω", και ξεκίνησε τρέχοντας.
Μόλις έφτασε χτύπησε την πόρτα, τοκ, τοκ, τοκ...
"Ποιός είναι;" ρώτησε από μέσα η γιαγιά.
"Εγώ γιαγιά, η Κοκκινοσκουφίτσα", έκανε ο λύκος.
"Τράβηξε το μάνταλο και θα ανοίξει η πόρτα", του απάντησε η γιαγιά, που τον πέρασε για την εγγονούλα της.
Μπαίνει λοιπόν ο λύκος μέσα και... Χραπ! Ανοίγει τη στοματάρα του και κάνει τη γιαγιά μια μπουκιά.
Ύστερα, φόρεσε τα ρούχα της, το καπελάκι της και τα γυαλιά της και χώθηκε στο κρεββάτι της, περιμένοντας την Κοκκινοσκουφίτσα.
Σε λίγη ώρα, έφτασε επιτέλους και η Κοκκινοσκουφίτσα. Μπήκε στο σπίτι και αντίκρισε το λύκο στο κρεββάτι, που έκανε τη γιαγιά.
"Γιαγιά, γιατί έχεις τόοοσο μεγάλα αυτιά;" τον ρώτησε.
"Μα... για να σ' ακούω καλύτερα" της απάντησε ο λύκος, που έκανε τη γιαγιά.
"Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;" τον ξαναρωτάει.
"Εεεε... Για να σε βλέπω καλύτερα Κοκκινοσκουφίτσα μου!" της λέει ο λύκος.
"Αλλά γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;" τον ξαναρωτάει.
"Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα παιδάκι μου!".
"Καλέ γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;" τον ρωτάει τότε η Κοκκινοσκουφίτσα.
"Για να σε φάωωωω!!!" βγάζει τότε μιαν αγριοφωνάρα ο λύκος, πετάγεται απ' το κρεββάτι, αρπάζει την Κοκκινοσκουφίτσα και την κάνει κι αυτή μια μπουκιά.
Ικανοποιημένος τότε, και χορτασμένος, ξαπλώνει πάλι στο κρεββάτι και αποκοιμιέται...
Λίγη ώρα αργότερα όμως, πέρασε από κει ένας κυνηγός και άκουσε το ροχαλητό του λύκου και κατάλαβε ότι είχε φάει την Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της και με το μαχαίρι του, ανοίγει την κοιλιά του λύκου και ευτυχώς, βγάζει τη γιαγιά και την Κοκκινοσκουφίτσα. Κατόπιν, γέμισε με πέτρες την κοιλιά του και όταν ξύπνησε ο λύκος και πήγε στο ποτάμι να πιεί νερό γιατί μετά από τόσο φαγητό του ήρθε δίψα, ήταν τόσο βαρύς, που όπως έσκυψε να πιεί, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε.
Η Κοκκινοσκουφίτσα υποσχέθηκε στη μαμά της πως ποτέ πια δεν θα παρακούσει τις συμβουλές της. Και έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.
Μπορείτε να κατεβάσετε το παραμύθι σε μορφή PDF από εδώ.
Ευχαριστούμε τις παρακάτω πηγές για την εικονογράφηση: